- ταξίμετρο
- τομετρητής που έχουν τα ταξί για να καταγράφει το ποσό που πρέπει να πληρωθεί για κάθε διαδρομή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ταξίμετρο — Συσκευή που χρησιμοποιείται στα ταξί και δείχνει το ύψος του κομίστρου που πρέπει να πληρώσει ο επιβάτης. Πρόκειται για μηχανικό μετρητή με κύλινδρο, που παίρνει κίνηση από εύκαμπτο άξονα, ο οποίος με έναν υποπολλαπλασιαστή με οδοντωτούς τροχούς … Dictionary of Greek
ταξιμετρικός — ή, ό, Ν [ταξίμετρο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ταξίμετρο. επίρρ... ταξιμετρικά Ν όπως γράφει το ταξίμετρο … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek
ταξί — το άκλ. (λ. γαλλ.), αγοραίο επιβατικό αυτοκίνητο με ταξίμετρο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)